Daisypath Easter gifts tickers

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Πράγματα που δεν ξέρατε για τις Γιορτές!


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΥ ΔΕΝΤΡΟΥ

Σύμφωνα με μερικούς ερευνητές, οι χριστουγεννιάτικες γενικά δοξασίες και
παραδόσεις, αποτελούν ένα μίγμα από κατάλοιπα της λατρείας του Σατούρνο ...
(μιας
θεότητας που ταυτίζεται με τον Κρόνο) κι άλλων δοξασιών που αναμίχθηκαν με τις
χριστιανικές, για να ξεχαστεί στο πέρασμα των αιώνων η αρχική τους προέλευση.
Το δέντρο, σαν χριστουγεννιάτικο σύμβολο, χρησιμοποιήθηκε μετά τον 8ο αιώνα.
Εκείνος που καθιέρωσε το έλατο σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν, σύμφωνα με
την παράδοση, ο Άγιος Βονιφάτιος, που για να σβήσει την ιερότητα που απέδιδαν
οι ειδωλολάτρες στη δρυ, έβαλε στη θέση του το έλατο, σαν σύμβολο χριστιανικό
και ειδικότερα σαν σύμβολο των Χριστουγέννων.
Φυσικά, στο πέρασμα των αιώνων, το νόημα του χριστουγεννιάτικου δέντρου πήρε
αναρίθμητες μορφές. Κι αρχικά, για να συμβολίσει την ευτυχία που κρύβει για τον
άνθρωπο η γέννηση του Χριστού, άρχισε να γεμίζει το δέντρο-σύμβολο με διάφορα
χρήσιμα είδη- κυρίως φαγώσιμα κι αργότερα ρούχα κι άλλα είδη καθημερινής
χρήσης, συμβολίζοντας έτσι πρακτικά την προσφορά των Θείων Δώρων, για να
εξελιχτεί προοδευτικά σ' ένα απαραίτητο διακοσμητικό είδος της μέρας αυτής, που
αργότερα πήρε και τη θέση της "Δωροθήκης"- του χώρου δηλαδή που σ' αυτόν
τοποθετούσαν οι συγγενείς και φίλοι τα δώρα τους ο ένας για τον άλλο.
Ο Τσαρλς Ντίκενς για την Αγγλία , ο συγγραφέας εκείνης της εποχής, φρόντισε να
ξαναπάρουν τα Χριστούγεννα την παλιά χαρούμενη γιορταστική μορφή τους, όσο
κανένας άλλος. Κι αν σήμερα σ' ολόκληρο τον κόσμο το χριστουγεννιάτικο δέντρο
θυμίζει αυτή τη μέρα, αυτό σίγουρα οφείλεται στον Ντίκενς, που σε διάφορα έργα
του και πιο πολύ ακόμα στις χριστουγεννιάτικες ιστορίες του, το προβάλλει σαν
βασικό χριστουγεννιάτικο σύμβολο.
Στην πατρίδα μας, το χριστουγεννιάτικο δέντρο το έφεραν για πρώτη φορά στην
Αθήνα οι Βαυαροί, και από τότε συνηθίζεται να προτιμάται στις ορεινές περιοχές
αντί του νησιώτικου καθιερωμένου καραβιού.   

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗΣ ΚΑΛΤΣΑΣ
(Οι κάλτσες κρέμονταν από την καμινάδα με την ελπίδα ότι θα περάσει και από κει
ο Άγιος Βασίλης).
 Υπήρχε κάποτε ένας ευγενικός και καλόκαρδος κύριος όπου η γυναίκα του
είχε πεθάνει από βαριά αρρώστια και τον είχε αφήσει απογοητευμένο με τρεις
κόρες να μεγαλώσει. Μετά που έχασε όλα του τα χρήματα σε ανώφελες και κακές
επενδύσεις, η οικογένειά του χρειάστηκε να μετακομίσει σε μια χωριάτικη καλύβα,
ενώ οι τρεις του κόρες έκαναν μόνες τους το μαγείρεμα, το ράψιμο και το
καθάρισμα του σπιτιού.
Όταν ήρθε ο καιρός να παντρευτούν οι κόρες, ο πατέρας έπεσε σε
μεγαλύτερη κατάθλιψη εφόσον οι κόρες του δεν θα έβρισκαν να παντρευτούν χωρίς
προίκα και χρήματα για να δώσουν στην νέα οικογένεια του συζύγου τους.
Μία νύχτα, μετά που οι κόρες είχαν πλύνει και απλώσει τα ρούχα τους και
τις κάλτσες τους στο τζάκι για να στεγνώσουν, έπεσαν για ύπνο. Ο Άγιος Βασίλης
γνώριζε την απόγνωση και την ατυχία του πατέρα και σταμάτησε στο σπίτι του.
Κοίταξε μέσα από το παράθυρο και είδε ότι η οικογένεια είχε πέσει για ύπνο.
Επίσης παρατήρησε και τις κάλτσες των κοριτσιών που κρέμονταν στο τζάκι. Και
τότε του ήρθε η έμπνευση και αφού πήρε από το πουγκί του τρία μικρότερα πουγκιά
με χρυσό, πήγε και τα πέταξε με προσοχή από την καμινάδα έτσι ώστε να πέσουν
μέσα στις κάλτσες.
 Το επόμενο πρωί που ξύπνησαν οι κόρες, βρήκαν για μεγάλη τους έκπληξη
τις κάλτσες τους να περιέχουν χρυσάφι. Έτσι ο ευγενής πατέρας τους θα κατάφερνε
να δει τις κόρες του να ζουν ευτυχισμένες και μια καλή ζωή με αυτό το χρυσό,
και έζησε πολλά πολλά χαρούμενα χρόνια και ο ίδιος.
 Τα παιδιά όλου του κόσμου συνέχισαν την παράδοση να κρεμούν κάλτσες τα
Χριστούγεννα στο τζάκι τους με την ελπίδα να τους τις γεμίσει ο Άγιος Βασίλης.
Αυτό το έθιμο κρατά σε πολλές με μερικές παραλλαγές.
 Στην Γαλλία τα παιδιά τις βάζουν δίπλα στο τζάκι, ενώ στην Ολλανδία τις
γεμίζουν με άχυρο και καρότα για τα ελαφάκια του Άγιου Βασίλη. Στην Ουγγαρία τα
παιδιά γυαλίζουν τα παπούτσια τους πριν τα βάλουν δίπλα στο τζάκι ή το
παράθυρο. Στην Ιταλία τα παιδιά αφήνουν τα παπούτσια τους έξω κατά τα Θεοφάνια,
για να τα βρει η καλή μάγισσα. Και τέλος, στο Πόρτο Ρίκο τα παιδιά βάζουν κάτω
από τα κρεβάτια τους πρασινάδα και λουλούδια για τις καμήλες των τριών Μάγων.  


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ
Η ιστορία της βασιλόπιτας, είναι μια ιστορία που συνέβηκε πριν
από εκατοντάδες χρόνια , πριν από 1500 χρόνια περίπου , στην πόλη Καισαρεία της
Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία. Ο Μέγας Βασίλειος ήταν δεσπότης της Καισαρείας και
ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του , με αγάπη , κατανόηση και
αλληλοβοήθεια.

Κάποια μέρα όμως , ένας αχόρταγος στρατηγός - τύραννος της
περιοχής , ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης της Καισαρείας ,
αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη για να την κατακτήσει και να την λεηλατήσει. Ο
Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη.
Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο στρατηγός αποφασισμένος με το στρατό του περικύκλωσε
αμέσως την Καισαρεία. Μπήκε με την ακολουθία του και ζήτησε να δει το Δεσπότη ,
ο οποίος βρισκόταν στο ναό και προσευχόταν.
Με θράσος και θυμό ο αδίστακτος στρατηγός απαίτησε το χρυσάφι της πόλης καθώς
και ότι άλλο πολύτιμο υπήρχε στην πόλη. Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι
άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχια , δεν
είχαν να δώσουν τίποτε αξιόλογο στον άρπαγα στρατηγό.

Ο στρατηγός με το που άκουσε αυτά τα λόγια θύμωσε ακόμα περισσότερο
και άρχισε να απειλεί τον Μέγα Βασίλειο ότι θα τον εξορίσει πολύ μακριά από την
πατρίδα του ή κι ακόμη μπορεί να τον σκοτώσει. Οι χριστιανοί της Καισαρείας
αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους και θέλησαν να τον βοηθήσουν. Μάζεψαν λοιπόν από
τα σπίτια τους ότι χρυσαφικά είχαν και του τα πρόσφεραν , ώστε δίνοντάς τα στο
σκληρό στρατηγό να σωθούν. Στο μεταξύ ο ανυπόμονος στρατηγός κόντευε να σκάσει
από το κακό του. Διέταξε αμέσως το στρατό του να επιτεθεί στο φτωχό λαό της
πόλης.

Ο Δεσπότης , ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη
του προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο στρατηγό ότι χρυσαφικά είχε μαζέψει
μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως που ο στρατηγός πήγε να ανοίξει το
σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς , με το που ακούμπησε τα χέρια του πάνω
στα χρυσαφικά έγινε το θαύμα! Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και
αμέσως μετά έναν λαμπρό καβαλάρη να ορμάει με το στρατό του επάνω στον σκληρό
στρατηγό και τους δικούς του. Σε ελάχιστο χρόνο ο κακός στρατηγός και οι δικοί
του αφανίστηκαν. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του
οι άγγελοι.
 Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισαρείας. Τότε όμως , ο δεσπότης της , ο
Μέγας Βασίλειος , βρέθηκε σε δύσκολη θέση! Θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά
στους κατοίκους της πόλης και η μοιρασιά να είναι δίκαιη , δηλαδή να πάρει ο
καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Προσευχήθηκε λοιπόν ο Μέγας
Βασίλειος και ο Θεός τον φώτισε τι να κάνει. Κάλεσε τους διακόνους και τους
βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια , όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα
έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά ετοιμάστηκαν , τα μοίρασε σαν ευλογία
στους κατοίκους της πόλης της Καισαρείας. Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η
έκπληξή τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι
έβρισκε μέσα τα χρυσαφικά της.
Ήταν λοιπόν ένα ξεχωριστό ψωμάκι , η βασιλόπιτα Έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί. Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη
βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου
Βασιλείου.  


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΩΝ
Λέγανε οι γιαγιάδες τα παλιά χρόνια στα εγγονάκια τους για να κάθονταν ήσυχα
ότι κάθε νύχτα του Δωδεκαήμερου στους δρόμους του χωριού και στα χαλάσματα
κυκλοφορούσαν οι Καλικάντζαροι.
 Μα τι ήταν αυτοί οι καλικάντζαροι;
Όπως λοιπόν έλεγαν οι παλιές γιαγιάδες , ήταν αερικά , ξωτικά.
Τους φαντάζονταν σαν κάτι μαυριδερά , ψηλά και κοκαλιάρικα κακάσχημα όντα, κάτι
μεταξύ ζώου και ανθρώπου και που συνέχεια , όλη την ώρα, χοροπηδούσαν
γκρινιάζοντας, φωνάζοντας και τραγουδώντας.
Όλο το χρόνο βρίσκονταν κάτω από τη γη, στον κάτω κόσμο και ζήλευαν τον απάνω
κόσμο.
Γι΄ αυτό λοιπόν ,άλλοι με πριόνια , άλλοι με τσεκούρια κι άλλοι με μπαλντάδες
έβαζαν όλη τη δύναμή τους να κόψουν τους στύλους, που πάνω σε αυτή στηριζόταν η
γη και να την κάνουνε να βουλιάξει.
Όταν έφτανε το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων , από φόβο μη βουλιάξει η
γη και τους πλακώσει , έφευγαν κι ανέβαιναν στον απάνω κόσμο , στη γη , για να
τυραννήσουν τους ανθρώπους που θα έβρισκαν μπροστά τους.
Έτσι λοιπόν οι καλικάντζαροι το Δωδεκαήμερο γύριζαν στους δρόμους , ανέβαιναν
στα κεραμίδια και καμιά φορά , όπως λέγανε, έμπαιναν από την καμινάδα του
τζακιού σε σπίτια που δεν τα είχαν θυμιατίσει οι νοικοκυραίοι τους.
Γι΄ αυτό , για καλό και για κακό , εκείνες τις ημέρες φροντίζανε να φράζουν τις
τρύπες των τζακιών με πανιά. Ακόμα καίγανε λιβάνι σε θυμιατό κοντά στο τζάκι,
γιατί οι καλικάντζαροι δεν άντεχαν αυτή τη μυρωδιά.
Λέγανε κάποιοι ,παλιά , πως μια γυναίκα αφού ετοίμασε τα γλυκά της,
βασιλόπιτες, κουραμπιέδες, μελομακάρονα, είδε από το παράθυρο πως ξημέρωσε.
Όμως είχε ξεγελαστεί από το φεγγάρι, γιατί όπως λένε: "του Γενάρη το φεγγάρι
παρά λίγο νά ΄ναι μέρα".
Έτρεξε λοιπόν αυτή η γυναίκα και ξύπνησε τα παιδιά της για να τα στείλει με τα
γλυκά για ψήσιμο στο φούρνο. Τα παιδιά σηκώθηκαν πρόθυμα , πήρε το καθένα από
ένα ταψί και ξεκίνησαν για το φούρνο.
Όμως η αυγή αργούσε να έρθει και ξαφνικά μέσα από τα κοντινά στενά ακούστηκαν
αγριοφωνάρες και δυνατά γέλια. Σε ελάχιστο χρόνο ο δρόμος γέμισε με καλικαντζαράκια.
Άρπαξαν τα παιδιά , τους πετάξανε ό,τι κρατούσανε και άρχισαν έναν τρελό χορό
χτυπώντας τα ταψιά και φώναζαν: "-Ω! ... στραβά ταψιά , με τα ψεύτικα ψωμιά , άλλα με τα άσχημα, πηδάτε βρε μπαγάσικα ...".
Την ώρα που λάλησε ο πρώτος πετεινός , εξαντλημένα τα καλικαντζαράκια αφήσανε
τα ταψιά στα κεραμίδια ενός σπιτιού κι αρχίσανε να φεύγουν τρέχοντας με
στριγκλιές και γέλια, βγάζοντας έξω τις γλώσσες τους που ήταν κατακόκκινες σαν
τις γλώσσες της φωτιάς και κουνούσαν τις ουρές τους εδώ κι εκεί...
Όταν ξημέρωσε και βγήκαν οι άνθρωποι να πάνε στις δουλειές τους, βρήκαν στο
δρόμο τα τρία παιδιά μισολιπόθυμα , χωρίς να έχουνε δυνάμεις για να σηκωθούν.

Τα κουνήσανε, τα ραντίσανε με αγιασμό και όταν συνήλθαν, διηγήθηκαν τι τους
είχαν κάνει τα καλικαντζαράκια Αυτά λέγανε οι παλιοί για τους καλικάντζαρους κι όλοι φοβόντουσαν να βγουν έξω από τα σπίτια τους πριν ξημερώσει, όλο το Δωδεκαήμερο.
Δεν πιστεύω να φοβηθήκατε , γιατί όλα αυτά είναι ωραία παραμυθάκια του παλιού
καιρού! 


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΧΑΡΑΣ ΚΙ ΑΓΑΠΗΣ
Η σύγχρονη ζωή και οι νέοι τρόποι επικοινωνίας έχουν καταργήσει πολλά έθιμα των Χριστουγέννων. Κάποιοι, όμως, επιμένουν να διατηρούν την παράδοση.
Χριστούγεννα, η πιο ωραία ημέρα του χρόνου. Το χαμόγελο επιβάλλει την κυριαρχία του, η καρδία του Εμπενίζερ Σκρουτζ, του κάθε Εμπενίζερ, μαλακώνει, η αγάπη κυριεύει τα πάντα, έστω και για ένα εικοσιτετράωρο.
Οι ημέρες του δωδεκαήμερου από παλιά θεωρούνταν ημέρες ανάπαυλας και χαράς. Και τα έθιμα έρχονται να μας υποδείξουν ότι είναι ανθρώπινη κι αναντικατάστατη η ανάγκη να αποκτήσουμε χαμένες ή χαλαρωμένες σχέσεις με αγαπημένα μας πρόσωπα και, πάνω από όλα, βιώνοντας τον άνθρωπο, να πετάξουμε, επιτέλους, τις μάσκες μας…
Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι η ουσία των Χριστουγέννων. Το έθιμο στην Ελλάδα έχει ξενική προέλευση και το εισήγαγαν οι Βαυαροί. Για πρώτη φορά στολίστηκε δέντρο στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833 και μετά στην Αθήνα. Από το Β’ παγκόσμιο πόλεμο και μετά το δέντρο με τις πολύχρωμες μπάλες μπήκε σε όλα τα ελληνικά σπίτια.
Πρόδρομός του, το χριστόξυλο ή δωδεκαμερίτης ή σκαρκάνζαλος, ένα χοντρό ξύλο από αχλαδιά ή αγριοκερασιά. Τα αγκαθωτά δέντρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, όπως τους καλικάντζαρους. Οι πρόγονοί μας τοποθετούσαν το χριστόξυλο στο τζάκι του σπιτιού την παραμονή των Χριστουγέννων. Η στάχτη των ξύλων προφύλασσε το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό. Το χριστόξυλο αντικαταστάθηκε από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, το οποίο από τη Γερμανία εξαπλώθηκε και ρίζωσε και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, για να ταξιδέψει στη συνέχεια στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Ωστόσο, ο καθηγητής την Χριστιανικής Αρχαιολογίας Κώστας Καλογύρης υποστήριξε ότι το έθιμο του δέντρου δεν έχει γερμανική προέλευση αλλά ανατολίτικη. Την άποψη του στηρίζει σε ένα συριακό κείμενο που υπάρχει σε χειρόγραφο στο Βρετανικό Μουσείο. Το κείμενο αναφέρεται σε έναν ναό που έχτισε το 1512 ο Αναστάσιος ο Ά στα βόρεια της Συρίας και στον οποίο υπήρχαν δύο μεγάλα ορειχάλκινα δέντρα. Σύμφωνα με μια παράδοση, το στόλισμα του δέντρου καθιερώθηκε από τον Μαρτίνο Λούθηρο, ο οποίος, περπατώντας τη νύχτα στα δάση και βλέποντας τα χειμωνιάτικα αστέρια να λάμπουν μέσα στα κλαδιά, συνέλαβε την ιδέα της τοποθέτησης ενός φωτεινού δέντρου στο σπίτι του, που θα απεικόνιζε τον έναστρο ουρανό απ’ όπου ο Χριστός ήρθε στον κόσμο.
Χριστόψωμα. Εκτός από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, οι νοικοκυρές φροντίζουν και για την παρασκευή των χριστόψωμων. Το έθιμο διατηρείται σε ελάχιστα μέρη της Ελλάδας, κυρίως σε ορεινές περιοχές, αφού τα τσουρέκια βασιλεύουν σε πωλήσεις. Τα χριστόψωμα, σύμφωνα με τον καθηγητή Δημήτριο Λουκάτο, αποτελούν το βασικό ψωμί των Χριστουγέννων και το ευλογημένο, αφού αυτό θα στηρίξει τη ζωή του νοικοκύρη και της οικογένειάς του.
Γαλοπούλα. Κύριο πιάτο την ήμερα των Χριστουγέννων είναι η γαλοπούλα, που έφτασε στην Ευρώπη από το Μεξικό το 1824 μ.Χ. Ωστόσο, σε αρκετές περιοχές της χώρας μας διατηρείται το έθιμο της κοτόσουπας, και ιδιαίτερα στη Θεσσαλία. Παλαιότερα η κοτόσουπα αποτελούσε το κυρίως πιάτο που έτρωγαν οι Έλληνες όταν επέστρεφαν από την εκκλησία. Σήμερα η βρώση της γαλοπούλας έγινε σύμβολο καλοπέρασης.
Βασιλόπιτα. Το κόψιμο της βασιλόπιτας είναι από τα ελάχιστα αρχέγονα έθιμα που επιβιώνουν. Σύμφωνα με τον καθηγητή Δημήτρη Λουκάτο αποτελεί εξέλιξη του γνωστού και λαϊκού εθίμου της πρωτοχρονιάτικης πίτας. Στην αρχαιότητα υπήρχε το έθιμο του εορταστικού άρτου, τον οποίο σε μεγάλες αγροτικές γιορτές οι αρχαίοι Έλληνες πρόσφεραν στους θεούς. Τέτοιες γιορτές ήταν τα Θαλύσια και τα Θεσμοφόρια. Χαρακτηριστικό στοιχείο της βασιλόπιτας είναι ότι ο άνθρωπος δοκιμάζει την τύχη του με το κέρμα της, προσπαθώντας να μαντέψει πώς θα του έρθουν τα πράγματα στη νέα χρονιά. Σε όποιον πέσει το φλουρί, αυτός θα είναι ο τυχερός και ευνοούμενος του νέου έτους!
Ο τζόγος. Την Πρωτοχρονιά συνηθίζουμε να παίζουμε χαρτιά είτε στα καζίνα είτε στα σπίτια μας. Η λέξη “τράπουλα” προέρχεται από την ιταλική trapola, που σημαίνει παγίδα, δόλο. Τα μεσαιωνικά χρόνια με τη λέξη αυτή ονόμαζαν τη δέσμη με τα παιγνιόχαρτα. Τα χαρτιά τα γνώρισε η Ευρώπη από τους ανατολικούς λαούς. Τα έφεραν οι Άραβες με τις κατακτήσεις τους στην Ισπανία. Στην Ανατολή διεκδικούν την πατρότητα οι Βραχμάνοι, οι Κινέζοι και οι Αιγύπτιοι. Οι Ιταλοί άρχοντες, όμως, ήταν εκείνοι που τα αγάπησαν ιδιαίτερα. Το παιχνίδι γίνεται είτε με μαντική είτε με μαγική διάθεση. Γι’ αυτό ο κάθε παίχτης προσπαθεί να κερδίσει όλο τον χρόνο.
Ξέφωτα. Η γιορτή των Θεοφανίων είναι μία από τις λαμπρότερες του έτους, καθώς γιορτάζεται στην αρχή της νέας χρονιάς. Τη μέρα αυτή ολοκληρώνεται το δωδεκαήμερο. Την πρώτη μαρτυρία γι’ αυτήν την γιορτή μας την δίνει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς στις αρχές των μεταχριστιανικών χρόνων. Στην αρχαία Ελλάδα γιορτάζονται τα “Θεοφάνια” στην αρχή της άνοιξης στους Δελφούς.
Ο λαός ονομάζει τα Θεοφάνια και “φώτα ολόφωτα”, “ξέφωτα”, και “φωτόγεννα”, επειδή τότε φωτίζεται ο κόσμος και αγιάζονται τα νερά. Στις εκκλησίες ψάλλεται το “Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου…”. Κατόπιν οι πιστοί παρακολουθούν τη ρίψη του σταυρού στη θάλασσα, στον ποταμό ή σε δεξαμενή, όταν δεν βρίσκονται κοντά σε παραθαλάσσιο ή παραποτάμιο μέρος. Έπειτα οι κολυμβητές πέφτουν στα νερά για να πιάσουν τον σταυρό, τον οποίο παλαιότερα περιέφεραν στα σπίτια.
Αυτές τις ημέρες στη Δράμα οι πιστοί μεταμφιέζονται και φορούν μάσκες με τρομακτική όψη. Φέρουν κουδούνια και περιφέρονται στο χωριό κάνοντας εκκωφαντικούς θορύβους. Είναι τα περίφημα ροκατζάρια, ένα έθιμο που συμβολίζει τον καθαρμό και την εκδίωξη των δαιμονικών όντων και των κακοποιών στοιχείων του δωδεκαήμερου.
“Οι έξω από δω”. Είναι οι γνωστοί σε όλους μας καλικάντζαροι. Πρόκειται για δαιμονικές μορφές που ζουν στα έγκατα της Γης και κατά τη διάρκεια της χρονιάς πριονίζουν το δέντρο της Γης για να γκρεμίσουν τον κόσμο. Το δωδεκαήμερο ανεβαίνουν πάνω για να πειράξουν και να μοιάσουν τους ανθρώπους. Η ονομασία τους προέρχεται από το επίθετο “καλός” και από το “κάνθαρος”. Ο λαϊκός άνθρωπος φανταζόταν τους καλικάντζαρους τριχωτούς με μορφή τράγου που σύχναζαν στα τρίστρατα. Τους εξευμένιζαν καίγοντας αλάτι ή κρεμώντας πίσω από την πόρτα κατωσάγονο ή πανωσάγονο χοίρου. Οι καλικάντζαροι εξαφανίζονταν τα Φώτα με τον αγιασμό των νερών.
Τα κάλαντα. Και ποιος δεν έχει τραγουδήσει τα κάλαντα όταν ήταν παιδί! Κάλαντα, “αι διαβατήριαι επωδαί” κατά τους λαογράφους. Τα φιλοδωρήματα που δίνουμε είναι ένα είδος εξαγοράς των ευχών που μας λένε τα παιδιά. Τα κάλαντα είναι μια πράξη τελετουργική, η οποία –σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη- έχει αποτέλεσμα την ευημερία.
Κάρτες. Οι χριστουγεννιάτικες και πρωτοχρονιάτικες κάρτες, οι οποίες λειτουργούν ως επικοινωνιακοί αγγελιοφόροι χριστουγεννιάτικων και πρωτοχρονιάτικων μηνυμάτων, αποτελούν αναπόσπαστο συμπλήρωμα των εορτών. Στις κάρτες απεικονίζονται κατά κύριο λόγο η γέννηση του Χριστού με τη φάτνη, οι τρεις μάγοι με τα δώρα, άγγελοι και αστέρια…Το στερεότυπο ευχετικό μικροκείμενο των καρτών είναι “Καλά Χριστούγεννα και Ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος”.
Η χριστουγεννιάτικη κάρτα θεωρείται ότι είναι αγγλική επινόηση. Την πατρότητά της διεκδικεί αρχικά ο Γουίλιαμ Έντλεϊ, ο οποίος φέρεται ως ο σχεδιαστής της πρώτης κάρτας το 1842, που είναι σήμερα έκθεμα του Βρετανικού Μουσείο. Μερικά χρόνια αργότερα η μόδα της κάρτας έφτασε στην Αμερική, στην Αυστραλία, στη Νέα Ζηλανδία. Η Δανία θεωρείται ότι είναι η πιο φημισμένη χώρα στις πωλήσεις των καρτών. Διακινεί κάθε χρόνο 50.000.000 κάρτες. Στην Ελλάδα οι κάρτες παρουσιάστηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα από Έλληνες μετανάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και στην Αυστραλία.  


ΕΘΙΜΑ ΑΠ'ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Σουηδία: Την αυγή της 13ης Δεκεμβρίου η "Λουτσία" -σύμβολο του φωτός- συνήθως το μεγαλύτερο κορίτσι του σπιτιού, φορώντας ένα μακρύ λευκό χιτώνα και ένα στεφάνι από αναμένα κεριά στα μαλλιά, πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι, προσφέροντας ζεστό καφέ και κουλουράκια, ενώ τραγουδά παλιά κάλαντα με τον σκοπό του λαϊκού ναπολιτάνικου τραγουδιού "Σάντα Λουτσία". Οι θρύλοι της Λουτσίας γεννήθηκαν στις Συρακούσες της Σικελίας περίπου κατά το έτος 300 μ.Χ. Σε μερικές επαρχίες της Σουηδίας οι κάτοικοι των χωριών συνηθίζουν ανήμερα τα Χριστούγεννα να ρίχνουν έξω από τα σπίτια και τα χωράφια τους σιτάρι, για να γιορτάσουν μαζί τους και τα πουλιά.

Αγγλία: Σε μερικές βρεττανικές περιοχές το έθιμο του γλεντιού σε κήπους με μηλιές την παραμονή των Χριστουγέννων είναι μια παραλλαγή μιας ειδωλολατρικής τελετής. Αφού σκοτεινιάσει, οι αγρότες πηγαίνουν στα περιβόλια, σχηματίζουν παρέες γύρω από τα παλαιότερα δέντρα και πίνοντας μπύρα τραγουδούν τα κάλαντα. Πυροβολούν στα κλαριά για να διώξουν τα κακά πνεύματα και πριν από χρόνια άφηναν τριγύρω γλυκίσματα για να καλοπιάσουν τα πνεύματα και να εξασφαλίσουν καλή σοδειά.

Γιουγκοσλαβία: Οι Γιουγκοσλάβες νοικοκυρές έχουν ένα ευγενικό αλλά βρώμικο έθιμο: Ραντίζουν τα τραπεζομάντηλά τους με κρασί για να μη ντραπούν οι φιλοξενούμενοί τους αν λερώσουν κάποιο.

Ρωσία: Είχαν τη συνήθεια, τη νύχτα των Χριστουγέννων, να ντύνουν στ' άσπρα μια κοπέλλα του σπιτιού και να τη βάζουν να παριστάνει την Παναγία.

Σικελία: Οι χωρικοί βγάζουν τα μεσάνυχτα των Χριστουγέννων νερό από τα πηγάδια και ραντίζουν τα ζώα τους, γιατί πιστεύουν ότι το νερό αυτό είναι αγιασμένο, επειδή την ίδια ώρα γεννιέται και ο Σωτήρας του κόσμου.

Σαρδηνία: Στη Σαρδηνία πιστεύουν ότι όποιος γεννηθεί τη νύχτα των Χριστουγέννων και μάλιστα τα μεσάνυχτα, φέρνει την ευλογία του Θεού όχι μόνο στους δικούς του αλλά και στους γείτονες των εφτά σπιτιών που βρίσκονται πιο κοντά στο δικό του.

Ισπανία: Στη Βαρκελώνη τον Μεσαίωνα είχαν ένα ωραίο χριστουγεννιάτικο έθιμο: την τελετή του παγωνιού. Τη μέρα των Χριστουγέννων ο βασιλιάς έπαιρνε μέσα σε μια χρυσή πιατέλα ένα ψητό παγώνι, που θεωρείται ένα από τα πιο σπάνια φαγητά, και το μετέφερε στην τραπεζαρία. Τον ακολουθούσε σ'αυτήν την πομπή ένα πλήθος από ευγενείς, υπηρέτες και σωματοφύλακες. Στην τραπεζαρία μέσα βρισκόταν η βασίλισσα. Ο βασιλιάς της πρόσφερε το παγώνι για να το μοιράσει σε όλους τους παρευρισκόμενους. Όσοι δέχονταν την εξαιρετική αυτή τιμή, ήταν υποχρεωμένοι να ορκιστούν μπροστά στην ομήγυρη ότι θα προσπαθήσουν ν' ανδραγαθήσουν στον πόλεμο ή στις ταυρομαχίες.

Ιταλία: Στη Βενετία, πάλι τον Μεσαίωνα, ο Δόγης κι ο λαός πήγαιναν την νύχτα των Χριστουγέννων στο γειτονικό νησάκι του Αγίου Γεωργίου να προσκυνήσουν το λείψανο του Αγίου Στεφάνου. Στην παραλία του νησιού περίμεναν βενετσιάνικες αρχόντισσες ντυμένες στα μαύρα και στολισμένες με κοσμήματα, για να υποδεχτούν τον Δόγη και να τον συνοδέψουν μέχρι το ναό. Μετά το τέλος της λειτουργίας όλη η λαμπρή συνοδεία έμπαινε στις γόνδολες και διασχίζοντας τα νερά ξαναγύριζαν στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, όπου άρχιζε μεγάλο γλέντι, που συνεχιζόταν μέχρι το πρωί.   


ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Η ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ
Η βασιλόπιτα είναι συνδυασμός του «εορταστικού άρτου» και του «μελιπήκτου» των αρχαίων προσφορών, τόσο προς τους θεούς όσο και προς τους νεκρούς ή τους κακούς δαίμονες για την εξασφάλιση της υγείας, της καλής τύχης και της ευλογίας του Αγίου Βασιλείου. Είναι άρτος χαρούμενος, όταν γίνεται φουσκωτή από ζύμη και κόβεται ανήμερα το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς και επίπεδος, σχεδόν νεκρολατρικός, όταν ετοιμάζεται άζυμη αποβραδίς και κόβεται στο δείπνο ή τα μεσάνυχτα. Είναι οπωσδήποτε μια προσφορά στους θεούς και στους αγίους ή στα αόρατα πνεύματα των νεκρών και των άλλων στοιχειών. Απόδειξη τα κομμάτια που ξεχωρίζουμε για το Χριστό, την Παναγία, τον Αι Βασίλη, το σπίτι, τους αγρούς, τα ζώα, τους πεθαμένους και τους ξενιτεμένους.
Μία παράδοση της Κωνσταντινούπολης λέει τα εξής: Όταν ο άγιος Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισαρεία, ο Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε με σκληρές διαθέσεις να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι φοβισμένοι ζήτησαν την προστασία του ποιμενάρχη τους. «Σας ζητάω αμέσως, τους είπε εκείνος, να μου φέρει ο καθένας ό,τι πολύτιμο αντικείμενο έχει». Μάζεψαν πολλά δώρα και βγήκαν μαζί με το Δεσπότη τους οι κάτοικοι της Καισαρείας να προϋπαντήσουν τον Έπαρχο. Ήταν όμως τέτοια η εμφάνιση και η πειθώ του Μεγάλου Βασιλείου, που ο Έπαρχος καταπραύνθηκε χωρίς να θελήσει να πάρει τα δώρα. Γύρισαν πίσω χαρούμενοι κι ο άγιος Βασίλειος πήρε να τους ξαναδώσει τα πολύτιμα αντικείμενα τους. Ο χωρισμός όμως ήταν δύσκολος γιατί είχαν προσφέρει πολλά όμοια αντικείμενα, δηλαδή δαχτυλίδια, νομίσματα κ.λ.π. Ο Βασίλειος τότε σκέφθηκε ένα θαυματουργό τρόπο: Διέταξε να κατασκευασθούν το απόγευμα του Σαββάτου μικρές πίτες και μέσα σε καθεμιά τοποθέτησε από ένα αντικείμενο. Την επόμενη μέρα έδωσε από μία σε κάθε Χριστιανό. Και τότε έγινε το θαύμα! Μέσα στην πίτα του βρήκε ο καθένας ό,τι είχε προσφέρει! Από τότε, λέει η παράδοση, κάθε χρόνο, στη γιορτή του αγίου Βασιλείου, κάνουμε κι εμείς πίτες και βάζουμε μέσα νομίσματα.
Ας δούμε τώρα και μερικές περιγραφές προσφύγων από τις παλιές πατρίδες.
 

ΠΟΝΤΟΣ

 
Στον Πόντο, για τ' ανύπαντρα κορίτσια έλεγαν : Εσύ κορίτσι που θέλεις να ονειρευτείς στον ύπνο σου αν θα πάρεις πλούσιο άντρα ή φτωχό, κρύψε κρυφά, χωρίς κανένας να σε δει, την πρώτη σου μπουκιά από τη βασιλόπιτα του τραπεζιού. Σαν κλειστείς μονάχη σου στην κάμαρά σου, άλειψε τηνε με μέλι και με βούτυρο, άνοιξε το παράθυρο που βλέπει κατά το Βοριά και στάσου εκεί τα μεσάνυχτα και πες :

Ω! Γενάρη, Καλαντάρη και καλά
καλαντισμένε, εκεί στις Άκριες που θα πας
κι εκεί που θα γυρίσεις εκεί 'ναι οι Μοίρες
των Μοιρών και η δική μου Μοίρα. Αν
είναι πλούσια και καλή, πες της να 'ρθει να
μ' εύρει, αν είναι και πεντάφτωχη, πάλι να
'ρθει να μ' εύρει.

Κοιμήσου ύστερα, με τη μπουκιά αφημένη στο παράθυρο και θα δεις στον ύπνο σου αυτό που ευχήθηκες.

Κίος Βιθυνίας
(στην Προποντίδα)
 
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η νοικοκυρά έκανε μια πίτα, τον «Αϊ-Βασίλη». Μέσα στην πίτα έβαζε ένα φλουρί κι απάνω πατούσε το δικέφαλο αετό, τέσσερις φορές σταυρωτά, με τις κεφαλές προς τη μέση. Το βράδυ στις 8 έστηναν τον ψημένο Αϊ-Βασίλη στην άκρη του τραπεζιού όρθιο κι ακουμπούσε στον τοίχο. Έπαιρνε τότε ο νοικοκύρης το κλωνάρι της ελιάς που είχε κόψει το πρωί και το κάρφωνε στον Αϊ-Βασίλη λέγοντας τις παρακάτω ευχές : «Με το καλό να μπει Αϊ-Βασίλης», «Να 'μαι γερός να ξανακάμομε την πίτα». Κατόπιν, αν είχαν χρυσή αλυσίδα την έβγαζαν και την κρεμούσαν στον Αϊ-Βασίλη. Ένα - ένα μέλος της οικογένειας τότε πλησίαζε και κρεμούσε ό,τι χρυσό αντικείμενο είχε κι έλεγαν «Και του χρόνου να 'μαστε καλά!». Το πρωί, ύστερα από την εκκλησιά, έκοβαν την πίτα. Κάθιζαν όλοι γύρω από το τραπέζι κι ο νοικοκύρης έκοβε την πίτα σε κομμάτια. Το πρώτο ήτανε του νοικοκυριού, το δεύτερο του Αϊ-Βασίλη, το τρίτο της νοικοκυράς, το τέταρτο της δουλειάς, τα υπόλοιπα των μελών της οικογένειας και ένα για τους ξένους. Αμέσως ψάχνει καθένας να δει αν του έτυχε το φλουρί. Κοιτάζουν και το κομμάτι της δουλειάς. Αν τύχει εκεί το φλουρί η δουλειά θα πάει καλά όλο το χρόνο.

Καστανιές Ανατολικής Θράκης
 
Τη Βασιλόπιτα την έκαναν φυλλωτή. Έβαζαν γόμο (γέμιση) πλιγούρι και ανάμεσα στα φύλλα τον «παρά», το νόμισμα, και άλλα σημάδια. Η νοικοκυρά με τον παρά τη σταύρωνε τρεις φορές κι ύστερα τον έχωνε στο ζυμάρι, θα να βάλει πελεκούδι από την πόρτα ή κλαρί, για το σπίτι, κουκί στάρι για τα χωράφια, σταφίδα για το αμπέλι, κομματάκια τυρί για τα πρόβατα, άχερο για τα γελάδια... Στους λυπημένους που έστελναν πίτα, εκείνοι δεν την έκοβαν με το μαχαίρι αλλά ο καθένας έκοβε με το χέρι ένα κομμάτι. Την παραμονή το βράδυ έβαζαν στο τραπέζι εννιά ειδών φαγητά και πολλών ειδών οπωρικά, στη μέση τη βασιλόπιτα, τρία ψωμιά κι ένα κεράκι αναμμένο στο ένα ψωμί... Αφού έτρωγαν έκοβαν την πίτα. Σ' όποιον έπεφτε ο παράς, έλεγαν πως εκείνος «βασίλεψε». Τον «βασιλεμένο» παρά τον έριχναν μέσα σε ποτήρι με κρασί, έπιναν από λίγο και εύχονταν : «Και του χρόνου καλύτερα!». Τον παρά τον άφηναν στα εικονίσματα και τον επόμενο χρόνο τον έβαζαν στην άλλη πίτα.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου